επένθεση

επένθεση
η
1. η παρεμβολή, η εμφάνιση στο μέσο.
2. (γλωσσ.), το φαινόμενο όπου το φωνήεν ι μετακινείται στην αμέσως προηγούμενη συλλαβή και σχηματίζει με το φωνήεν της δίφθογγο, π.χ. πόιδα, μάιτα (πόδια, μάτια).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επένθεση — η (AM ἐπένθεσις) [επεντίθημι] 1. παρεμβολή ανάμεσα 2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση) νεοελλ. η μετατόπιση τού j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο… …   Dictionary of Greek

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… …   Dictionary of Greek

  • ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… …   Dictionary of Greek

  • αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το …   Dictionary of Greek

  • αλεείνω — ἀλεείνω (Α) (επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. αποφεύγω, ξεφεύγω 2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλεF εν jω (< θ. τών λ. ἀλέα*, ἀλέομαι* και πρόσφυμα εν ) με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F… …   Dictionary of Greek

  • αναχαιντρώνω — 1. (για το τρίχωμα εξαγριωμένου ζώου) ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι 2. (μέσ., ομαι) εξαγριώνομαι, αγριεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχαιντώνω (με ανάπτυξη του ρ ) < αναχαιτώνω, που έχει την ίδια σημασία, ή από το ουσ. χαίτη, αναλογικά προς άλλα ρήματα σε… …   Dictionary of Greek

  • αναχεντρώνω — (ή αναχαι ) 1. ορθώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου, ανατριχιάζω 2. (μέσ., ώνομαι) αγριεύω, σηκώνομαι απειλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε μάλλον από το χαίτη κατά τα ρήμ. σε ρώνω με ανάπτυξη και επένθεση τού ν πριν το τ γι’ αυτό ίσως ορθότερη… …   Dictionary of Greek

  • δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από …   Dictionary of Greek

  • επενθήκη — ἐπενθήκη, η (Μ) επένθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”