επένθεση — η (AM ἐπένθεσις) [επεντίθημι] 1. παρεμβολή ανάμεσα 2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση) νεοελλ. η μετατόπιση τού j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο… … Dictionary of Greek
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… … Dictionary of Greek
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
αλεείνω — ἀλεείνω (Α) (επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. αποφεύγω, ξεφεύγω 2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλεF εν jω (< θ. τών λ. ἀλέα*, ἀλέομαι* και πρόσφυμα εν ) με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F… … Dictionary of Greek
αναχαιντρώνω — 1. (για το τρίχωμα εξαγριωμένου ζώου) ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι 2. (μέσ., ομαι) εξαγριώνομαι, αγριεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχαιντώνω (με ανάπτυξη του ρ ) < αναχαιτώνω, που έχει την ίδια σημασία, ή από το ουσ. χαίτη, αναλογικά προς άλλα ρήματα σε… … Dictionary of Greek
αναχεντρώνω — (ή αναχαι ) 1. ορθώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου, ανατριχιάζω 2. (μέσ., ώνομαι) αγριεύω, σηκώνομαι απειλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε μάλλον από το χαίτη κατά τα ρήμ. σε ρώνω με ανάπτυξη και επένθεση τού ν πριν το τ γι’ αυτό ίσως ορθότερη… … Dictionary of Greek
δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από … Dictionary of Greek
επενθήκη — ἐπενθήκη, η (Μ) επένθεση … Dictionary of Greek